- ευλαβητικός
- η , ό[ν] , ευλαβικός, ή , ό см. ευλαβής
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εὐλαβητικός — careful to avoid masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευλαβητικός — ή, ό (ΑΜ εὐλαβητικός, ή, όν) [ευλαβής] νεοελλ. μσν. ευλαβικός, ευσεβής («για μια ευλαβητικότατη κυρία, οπού αύριο θα κάμει αρτοπλασία», Λασκαρ.) αρχ. προσεκτικός, προφυλακτικός, προνοητικός («ἕξιν εὐλαβητικὴν τῆς ἐν τοῑς συμβαλλομένοις ἀδικίας»,… … Dictionary of Greek
ευλαβητικός — ή, ό αυτός που σέβεται, ο ευλαβής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εὐλαβητικούς — εὐλαβητικός careful to avoid masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐλαβητικήν — εὐλαβητικός careful to avoid fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)